Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

'Η Μαϊμού και το Βιολί'


Η μαϊμού καθόταν σκεφτική στο ψηλότερο κλαρί του γκαραντού. Σήκωσε για λίγο το βλέμμα της και αντίκρισε το δάσος που απλωνόταν πέρα ως τον ορίζοντα – σουρούπωνε.
Ένα ελαφρύ αεράκι χάιδεψε τις τρίχες των αυτιών της. Άνοιξε τη σκαλιστή θήκη και έβγαλε το βιολί. Έπιασε με το πόδι το δοξάρι και το’φερε στο αριστερό της χέρι.
Πόσο την κορόιδευαν όταν ήταν μικρή γι’ αυτή τη μικρή της ιδιαιτερότητα: και τι δεν της είχαν κάνει για να την μάθουν να παίζει με το δεξί. Γονείς, άλλα πιθήκια, όλοι. Μα του κάκου...
Καθώς οι πρώτες νότες κύλησαν σμίγοντας με την απογευματινή αύρα του δάσους, η μαϊμού βούρκωσε.
Είναι αυτό τέχνη;’ αναρωτήθηκε σιωπηρά. ‘Και, τελικά, τι είναι Τέχνη;
Τώρα τα δάκρυα είχαν μουσκέψει τα μάγουλά της. Μα συνέχιζε να παίζει, και ο σκοπός της γινόταν όλο και πιο οξύς, όλο και πιο διαπεραστικός: με το βιολί έπαιζε τώρα η ίδια της καρδιά.
Ναι – η ίδια της η καρδιά.
-------------------------------
Γλυκιά μου μαϊμού, μη σταματάς ποτέ να παίζεις. Τι σημασία έχει αν είναι Τέχνη; Σημασία έχει να παίζεις.
Γλυκιά μου μαϊμού, συνέχιζε να παίζεις.
(Αλληγορικό μικρο-διήγημα, αγνώστου συγγραφέως)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου