Γέψη Δεκαπενταύγουστου
Από τη Γέφυρα του Πλοίου φαίνεται η Ελλάδα
Καλοκαίρι. Δεκαπενταύγουστος. Ζέστη· με τ’ Αντηλιακά
Στο Σώμα, Ξάπλα στην Αμμουδιά, Διάβασμα και Αντισφαίριση Ξυλορακέτας και
Παιδικά Χρόνια Τότε που Τρέχαμε στις Αλάνες με μια Φέτα Ψωμί στο Χέρι
Αλειμμένη Ζαχαρούχο Γάλα και Πασπάλισμα με Κακάο Σκόνη
Χανόμασταν στο Παιχνίδι με Γρατσουνισμένα Γόνατα
Σκισμένα Παντελόνια, Κοντά και με τα Παπούτσια μας
Το Σκοτάδι Κλοτσούσαμε και Μπήγαμε το Ξίφος
Αργά το Βράδυ στο Στήθος του – Νόστιμα Χρόνια
Μνήμη και Γέψη Αυγούστου – του πιο Ωραίου Ανάμεσα στους Μήνες-
Και στον Ουρανίσκο να Κολλάει μια Δόση Πορτοκαλιού Ξινή
Που Νιώθεις στο Καθάρισμα, τότε που τα Χέρια
Αγγίζονται Κρυφά, Γόνατα Χαϊδεύονται και Χείλη Εμφορούνται
Ενώ η Φωτιά Έψηνε το Ζυμάρι της Μνήμης
Ζεστή Ανέβαινε η Λιακάδα τού Απογεύματος σαν
Ομίχλη Αναμνήσεων που Κρέμεται απ΄ τα Σύννεφα
Και Φτάνει την Κορυφογραμμή της Γης και στα
Στρωμένα Τραπέζια στις Ταράτσες με Τέντα, σε Κληματαριές Αποκάτω
Στις Αυλές Μοναστηριών, σ’ Εξοχικά Φίλων
Με Φρεσκοκομμένο Ψωμί και Τσίκνα, απ’ τα Ψητά, παντού
Τυριά στην Άλμη, Σαλάτα και Κρασί Ντόπιο, Δροσερό
Καρπούζι και Πεπόνι σε Πιατέλες και Γλυκό Κουταλιού:
Βύσσινο, Ντοματάκι και Παγωτό Βανίλια, σε Χωνάκι, Χαλβά
Από Σιμιγδάλι, Σύκα και Βατόμουρα με Στυφή Γέψη
Θυμάσαι, τότε που σου Πρωτόπα σ’ Αγαπώ
Και σε Φίλησα, Ζεστό Φάρμακο για τα Ψυχρά Πρωινά
Και Ύστερα Ακούστηκε η Κραυγή του Πελαργού που
Μεταναστεύει καθ’ οδόν προς την Αφρική και ήταν
Το Σύνθημα το Όργωμα ν’ Αρχίσει στο Τέλος του Φθινοπώρου1
Οι Γέψεις έχουν Μνήμη και Κάποτε Έντονα
Επιστρέφουν στον Ουρανίσκο και μας Ταλαιπωρούν.
(από την ανέκδοτη συλλογή Ιστορίες Ανατολικών Νήσων του Βασίλη Ν. Πη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου